Δεκάπολις

Δεκάπολις
Δεκάπολις , εως, ἡ (Jos., Bell. 3, 446; IGR III, 1057, 5) Decapolis name of a league orig. consisting of ten cities (αἱ δέκα πόλεις: Jos., Vi. 341f), whose region (except for Scythopolis) lay east of the Jordan. Damascus marked the boundary to the north, Philadelphia to the south. Mt 4:25; Mk 5:20; 7:31.—Schürer II 125–58; on the gentile cults II 36–39; HGuthe, D. griech.-röm. Städte d. Ostjordanlandes 1918; Kl.-Pauly I 1436f; BHHW 1, 332f. HBietenhard, Die Syrischen Dekapolis von Pompeius bis Traian: ANRW II/8, ’77, 220–61; SEG XLII, 1484 (sources and lit.). OEANE II 127–30.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκάπολις — district with ten cities fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάπολις — Ομοσπονδία δέκα ελληνικών πόλεων της Παλαιστίνης στην ελληνορωμαϊκή εποχή, που ίδρυσε ο Πομπήιος το 64 63 π.Χ. Οι πόλεις αυτές, στις οποίες προστέθηκαν αργότερα και άλλες, υπήρξαν κέντρα του ελληνισμού στην Ασία. Αρχικά ήταν οι: Δαμασκός,… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπόλει — δεκάπολις district with ten cities fem nom/voc/acc dual (attic epic) δεκαπόλεϊ , δεκάπολις district with ten cities fem dat sg (epic) δεκάπολις district with ten cities fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάπολιν — δεκάπολις district with ten cities fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dekapolis — (griechisch Δεκάπολις „Zehn Stadt“) bezeichnet zunächst zehn antike Städte im Gebiet östlich des Jordangrabens, vom Südwestplateau des Golan bis etwa dem modernen Amman. Diese Städte waren nach der Eroberung des Gebietes durch Alexander den… …   Deutsch Wikipedia

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπόλεως — δεκαπόλεω̆ς , δεκάπολις district with ten cities fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ДЕКАПОЛИТ — († 750?), прп., исп. (пам. 28 февр., пам. зап. 27 февр.), жил в К поле в 1 й период Исп. Василий Декаполит. Фрагмент гравюры «Святцы на февраль». XIX в. (ГЛМ) Исп. Василий Декаполит. Фрагмент гравюры «Святцы на февраль». XIX в.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”